ἐπιρραπισμός

ἐπιρραπισμός
ἐπιρρᾰπ-ισμός, , = foreg., Plb.2.64.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιρραπισμός — ἐπιρραπισμός, ὁ (Α) [επιρραπίζω] 1. ειρωνεία, χλευασμός 2. επίπληξη, επιτίμηση …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρραπισμόν — ἐπιρραπισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρράπιξις — ἐπιρράπιξις, και ιων. τ. ἐπιρ(ρ)άπιξις, ἡ (γεν. ιος) (Α) επιρραπισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”